- λάδος
- λᾱδος, τὸ (Α)(δωρ. τ.) βλ. λήδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λᾷδος — λῆδος a cheap common dress neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶιδος — λᾷδος , λῆδος a cheap common dress neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήδος — λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α) 1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος 2. φθαρμένο τριβώνιο*, χλαμύδα, πανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. τής λέξης … Dictionary of Greek